- αἰχμάν
- αἰχμά̱ν , αἰχμήpoint of a spearfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άιχμαν, Άντολφ — (Αdolf Eichmann, Λιντς, Αυστρία 1906 – 1962). Γερμανός πολιτικός. Έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας και το 1938 του ανατέθηκε η διεύθυνση των εβραϊκών υποθέσεων. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν αξιωματικός των Ες Ες. Από τη… … Dictionary of Greek
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek